- γλεντοκόπημα
- τοτο πολύωρο γλέντι: Ύστερα από τόσο γλεντοκόπημα πονούσε το κεφάλι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλεντοκόπι — και γλεντοκόπημα, το [γλεντοκοπώ] 1. συνεχής διασκέδαση («το γλεντοκόπι τού γάμου») 2. η εύθυμη, αμέριμνη διάθεση («τής χαράς το γλεντοκόπι, τού καημού το μαύρο κλάμα») … Dictionary of Greek
ξεφάντωμα — το [ξεφαντώνω] ξέφρενο γλέντι, γλεντοκόπημα … Dictionary of Greek
γλεντοκόπι — το το γλεντοκόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφάντωμα — το, ατος η διασκέδαση, το γλέντι, το γλεντοκόπημα: Δεν ήρθα για ξεφάντωμα ούτε για πανηγύρι (Πολέμης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)